πινηρός

πινηρός
-ά, -όν, Α
βλ. πιναρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πινηρά — πινηρός neut nom/voc/acc pl πινηρά̱ , πινηρός fem nom/voc/acc dual πινηρά̱ , πινηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • πιναρός — και πινηρός, ά, όν, Α γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ. β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.) γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ αρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”